- συστροφήν
- συστροφήtwisting togetherfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
город — мн. города, укр. город, ст. слав. градъ πόλις, κῆπος , болг. градът, сербохорв. гра̑д, словен. grȃd, чеш. hrad, польск. grod, в. луж. hrod, н. луж. grod, кашуб. gard, полаб. gord. Родственно лит. gar̃das ограда , местн. н. Gar̃damas, Gar̃dinas,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
συστροφή — η, ΝΜΑ [συστρέφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη νεοελλ. 1. ιατρ. περιστροφή τού στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή τού σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη τού οργάνου και… … Dictionary of Greek